Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απρόσεκτα, επίρρ.· απρόσεχα.
-
- 1) Xωρίς προσοχή:
- εκράτει τον απρόσεκτα (Hist. imp. 99).
- 2) Xωρίς σύνεση, με επιπολαιότητα:
- λέγομεν απρόσεχα (Iστ. Bλαχ. 2599).
[<επίθ. απρόσεκτος. H λ. και σήμ.]
- 1) Xωρίς προσοχή: