Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόοπτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απρόοπτος -η -ο [apróoptos] Ε5 : για κτ. που συμβαίνει ξαφνικά, απρόβλεπτα ή απροειδοποίητα: Ένα απρόοπτο εμπόδιο με έκανε να ματαιώσω το ταξίδι μου. Aπρόοπτες εξελίξεις. Aπρόοπτη μεταβολή του καιρού. || (ως ουσ.) το απρόοπτο, απρόοπτο γεγονός, συνήθ. εμπόδιο: Aν συμβεί κάτι το απρόοπτο / σε περίπτωση απροόπτου, ειδοποίησέ με. Διάφορα απρόοπτα ανέτρεψαν τα προγράμματα και τις προβλέψεις μας. (έκφρ.) εκτός απροόπτου, αρκεί να μη συμβεί κτ. απρόοπτο: Θα συναντηθούμε αύριο, εκτός απροόπτου. (λόγ.) εξ απροόπτου, ξαφνικά, απρόοπτα. καταλαμβάνω* κπ. εξ απροόπτου. απρόοπτα ΕΠIΡΡ: Ο πόλεμος πήρε εντελώς ~ νέα τροπή.

[λόγ. < αρχ. ἀπρόοπτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρόοπτος, -η, -ο [aprόoptos] (L)
  • unanticipated, unforeseen, unexpected (syn αναπάντεχος, απρόβλεπτος, απροσδόκητος):
    • ~ θάνατος |
    • απρόοπτη αλλαγή, απάντηση, λύση, συνάντηση, τρυφερότητα |
    • απρόοπτο θαύμα, κώλυμα, περιστατικό, τέλος |
    • η Φ. σιωπούσε, γιατί το απρόοπτο επιχείρημα της είχε κόψει το θάρρος (Xenop) |
    • πλέξιμο απρόοπτο και παράξενο του ονειρευτού με το πραγματικό (Melas) |
    • βρίσκονται κάτω από απρόοπτες συνθήκες (Stasinop) |
    • η ιστορική μελέτη θα περιοριστεί σε γεγονότα έκτακτα, που δίνουν κάποιαν απρόοπτη κατεύθυνση στην πορεία των πραγμάτων (Evelpidis)

[fr kath απρόοπτος ← MG (CGL) ← K (also pap), AG ἀπρόοπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες