Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόοπτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απρόοπτα [aprόopta] adv (L)
  • in an unanticipated or unforeseen manner, unexpectedly (syn απρόβλεπτα, απροσδόκητα, near-syn άξαφνα 2):
    • άρχισε, εμφανίστηκε, ήρθε, σταμάτησε ~ |
    • οι λέξεις του συναποτελούν μια γλώσσα τόσο ~ εκφραστική (Melas) |
    • παρουσιάζει στον αναγνώστη ένα ~ ευτυχισμένο τέλος (Sachinis) |
    • μπορεί να ξεπεταχτεί σ' αυτήν την κατηγορία κανένα βιβλίο με ~ μεγάλη κυκλοφοριακή επιτυχία (Stasinop) |
    • poem σπαραχτικό το ξάφνιασμα· του φίλου σου τον τάφο | να ιδείς ~, όπως περνάς, στης μάχης το πεδίο (Athanas)

[der of απρόοπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες