Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απρόθυμος, επίθ.
-
- Που δεν είναι πρόθυμος, δεν είναι ευδιάθετος:
- (Iερακοσ. 5104).
[αρχ. επίθ. απρόθυμος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν είναι πρόθυμος, δεν είναι ευδιάθετος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απρόθυμος -η -ο [apróθimos] Ε5 : ANT πρόθυμος. 1. (για πρόσ.) που δε δείχνει διάθεση, ζήλο, ετοιμότητα να κάνει κτ., εξαιτίας της αδιαφορίας του ή των δισταγμών του: H κυβέρνηση φαίνεται απρόθυμη να δώσει αυξήσεις. Είναι ~ να συμμετάσχει στην οργάνωσή μας. 2. για κτ. που γίνεται χωρίς προθυμία: Aπρόθυμη εξυπηρέτηση.
απρόθυμα ΕΠIΡΡ: Mε δέχτηκε πολύ ~. Έδωσε ~ την υπόσχεσή του. [λόγ. < αρχ. ἀπρόθυμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόθυμος, -η, -ο [aprόθimos] (L)
- reluctant, unwilling, disinclined (near-syn ανόρεχτος 2b, απροθυμοποίητος, ant πρόθυμος):
- απρόθυμο κοινό |
- ~ αχθοφόρος, απρόθυμη υποδοχή |
- απρόθυμα και βαριά βήματα |
- παιδιά απρόθυμα για σοβαρή δουλειά |
- δεν είναι ~ στη φιλοξενία του |
- είναι απρόθυμοι να συνεργαστούν, να μας υποστηρίξουν |
- άρχισε να κλοτσά το ζωντανό, που τον ακολουθούσε απρόθυμο και θλιμμένο (Bastias) |
- φαινότανε σαν ~ ή ανήμπορος να υποβληθεί σε κόπους (Terzakis) |
- ο κυβερνήτης εφάνηκε ~ να διοικήσει τον τόπο βασισμένος στο σύνταγμα (Koumarianou) |
- το μέγα τμήμα της επιχειρηματικής τάξεως είναι απρόθυμο ν' αναλαμβάνει μακροπροθέσμους κινδύνους (Zachareas)
[fr kath απρόθυμος ← MG απρόθυμος ← AG ἀπρόθυμος]
- reluctant, unwilling, disinclined (near-syn ανόρεχτος 2b, απροθυμοποίητος, ant πρόθυμος):