Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απρόθεσμος -η -ο [apróθezmos] Ε5 : (κυρ. οικον.) για κτ. στο οποίο δεν έχει τεθεί προθεσμία: Aπρόθεσμη κατάθεση, κατάθεση όψεως. ANT προθεσμιακή.
[λόγ. < ελνστ. ἀπρόθεσμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόθεσμος, -η, -ο [aprόθezmos] (L)
- lacking a time limit, without a fixed term:
- απρόθεσμο γραμμάτιο, δάνειο
[fr kath απρόθεσμος ← MG απρόθεσμος ← PatrG, LK ἀπρόθεσμος, cpd w. θεσμός; cf ἔκθεσμος (Philodem), ἐκπρόθεσμος (Philo, Luc.), ἐμπρόθεσμος (Philo) etc]
- lacking a time limit, without a fixed term: