Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόβλεπτο [aprόvlepto] το, (& απρόβλεφτο) (L)
- sth unexpected, unanticipated or unforeseen, unpredictability, (syn αναπάντεχο, απρόοπτο, απροσδόκητο):
- εκείνα τα απρόβλεπτα και τα αστάθμητα, που εκτρέπουν την ιστορική φορά κλ |
- αυτά τα ίδια πρόσωπα με τ' όνομά τους, καθώς τα φέρνει το τυχαίο, το ~ και το παροδικό στη ζωή (Gryparis) |
- μιαν έλλειψη του συναισθήματος της συνέπειας κάνει τον Έλληνα έναν άνθρωπο γεμάτον απρόβλεπτα (Seferis) |
- λεπτά δεν υπάρχουν για απρόβλεπτα και μάλιστα τόσο πολυέξοδα (Stratou) |
- ο νόμος των πιθανοτήτων είναι ένα πολύτιμο μέσον, που μας επιτρέπει να προβλέψουμε, κατά κάποιο τρόπο, το ~ (Evelpidis) |
- χαμογελάς με τις φροντίδες των νοικοκύρηδων που όλα τα πρόβλεψαν, εξόν από το τρομερότερο |
- το απρόβλεφτο (Kazantz) |
- μη τα σφίγγετε πολύ, αφήνετε τζόγο για τ' απρόβλεφτα (Tsirkas) |
- poem όμως εγώ ήμουν η ατσάλινη τρίχα ρολογιού και σήμαινα το ~ .. (Papaditsas)
[fr kath το απρόβλεπτον, substantiv. n of απρόβλεπτος]
- sth unexpected, unanticipated or unforeseen, unpredictability, (syn αναπάντεχο, απρόοπτο, απροσδόκητο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απρόβλεπτος -η -ο [apróvleptos] Ε5 : που δεν τον έχουν προβλέψει ή που δεν μπορεί να τον προβλέψει κανείς: Ένας πυρηνικός πόλεμος θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες για την ανθρωπότητα. Tο θέμα είχε απρόβλεπτη εξέλιξη / συνέχεια. || (για πρόσ.): Είναι εντελώς ~, δεν μπορεί να προβλέψει κανείς τις αντιδράσεις του.
απρόβλεπτα ΕΠIΡΡ: Εντελώς ~ παρουσιάστηκαν διάφορα εμπόδια. [λόγ. α- 1 προβλέπ(ω) -τος μτφρδ. γαλλ. imprévu (διαφ. το συγγ. μσν. απρόβλεπτος `απερίσκεπτος΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόβλεπτος, -η, -ο [aprόvleptos] (& απρόβλεφτος) (L)
- unforeseen, unforeseeable, unanticipated, unexpected, uncontemplated (syn απρόοπτος, απροσδόκητος, ant L προβλεπτός):
- ~ κίνδυνος, κυκεώνας, λόγος, συντελεστής, παράγοντας |
- απρόβλεπτη έκβαση, ενέργεια, εξέλιξη, ευκαιρία, σκηνή, συνάντηση |
- απρόβλεπτο θέμα, μειονέκτημα, περιστατικό, στοιχείο |
- απρόβλεπτες ανακαλύψεις, δαπάνες, διαστάσεις, δουλειές, δυσκολίες, λύσεις, περιπτώσεις, προοπτικές |
- απρόβλεπτα γεγονότα contingencies |
- απρόβλεπτα έξοδα incidental expenses, incidentals |
- απρόβλεπτη συζήτηση snap debate (syn αιφνίδιος, ξαφνικός) |
- απρόβλεπτο κέρδος perquisite (syn τυχερά) |
- απειλήθηκε ένοπλη σύγκρουση με απρόβλεπτες συνέπειες |
- η οικονομική απομόνωση αναπόφευκτα θα δημιουργούσε απρόβλεπτους κοινωνικούς αντικτύπους |
- οι μελλοντικές ετυμηγορίες δεν προδικάζονται, είναι πάντα άγνωστες και απρόβλεπτες (Thrylos) |
- τα προβλήματα του υπερπληθυσμού, της ομαδοποίησης, της ταχύτητας, μπορεί να πάρουν τις πιο απρόβλεπτες τροπές (Chatzinis) |
- το πυκνό κύμα της δυστυχίας και του πικρού παρελθόντος ανασήκωνε άξαφνα μέσα του δυνάμεις κοιμισμένες, απρόβλεπτες (Venezis) |
- απρόβλεπτη και αστάθμητη είναι η επίδραση του θανάτου στις σχέσεις μας, στην επικοινωνία μας με το έργο ενός συγγραφέα (Theotokas) |
- ξάφνου ήρθε ένα νέο γεγονός, συνταρακτικό όσο κι απρόβλεπτο, να δώσει νέα στροφή στην δραματική κατάσταση (Roussos) |
- ο θεός ανοίγει το δρόμο σε απρόβλεφτα γεγονότα (Vrettakos) |
- poem να μου δίνεις το σωτήριο χέρι σου | πάνω απ' την άβυσσο με τις | απρόβλεπτες ενέδρες νυχτερίδων (Paschos) [fr kath απρόβλεπτος ← MG απρόβλεπτος ← PatrG àπρόβλεπτος; cf ModG L προβλεπτός (& also προβλεπτέος
[Koumanoudis] & προβλεπτ-ικός)]
- unforeseen, unforeseeable, unanticipated, unexpected, uncontemplated (syn απρόοπτος, απροσδόκητος, ant L προβλεπτός):