Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόβλεπτα [aprόvlepta] adv
- in an unanticipated manner, unexpectedly, unforeseenly (syn απρόοπτα, απροσδόκητα, near-syn άξαφνα 2):
- είμαι ευτυχισμένος, αλλά κάποιο σύννεφο σκιάζει τον ουρανό κάθε τόσο, εντελώς ~ |
- αυτή η εργασία έγινε ~ ένα αρχείο (Louros) |
- ξαφνικά ~ το θυμήθηκε (Venezis) |
- ο Θ. συλλογιζότανε πόσο ~ είχε αλλάξει η ζωή του (TAthanasiadis |
- ο Iσίδωρος είχε αφαιρεθεί να συλλογίζεται το θάνατο, που έκανε έτσι ~ αρχή από τη δεύτερη γενεά των Πανθέων (id.)
[der of απρόβλεπτος]
- in an unanticipated manner, unexpectedly, unforeseenly (syn απρόοπτα, απροσδόκητα, near-syn άξαφνα 2):