Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροχώρητο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροχώρητο το [aproxórito] Ο41 : το σημείο πέρα από το οποίο δεν μπορεί να συνεχιστεί μια δυσάρεστη κατάσταση, όπου η αντίδραση, η έκρηξη είναι πολύ κοντά, κυρίως στις εκφράσεις φτάνω / φέρνω κπ. στο ~: H αγανάκτηση του κόσμου από τις συνεχείς ανατιμήσεις έχει φτάσει στο ~. Iσχυρίστηκε ότι τον σκότωσε, γιατί με τους εκβιασμούς του την είχε φέρει στο ~.

[λόγ. α- 1 προχωρη- (προχωρώ) -τον, ουδ. του -τος απόδ. νλατ. nec plus ultra ή μέσω του γαλλ. le nec plus ultra (με θετ. σημ.) (διαφ. το συγγ. μσν. απροχώρητος `που δεν παραχωρεί τίποτε΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροχώρητο [aproxόrito] το, (L)
  • ① point beyond which no progress can be made, impasse, deadlock (syn in αδιέξοδο 2):
    • ξανάρχισε να λύνει το πρόβλημα· από τις πρώτες πράξεις έφθασε στο ~(Xenop) |
    • οι σχέσεις του με την κυρά Eκάβη είχαν φτάσει στο ~ (Tachtsis) |
    • οδηγούσε στο ~ τη χρεοκοπία του καθαρευουσιανισμού (Kriaras)
  • ⓐ point beyond which one will not endure or allow more (syn phr μη περαιτέρω L, ως εδώ και μη παρέκει):
    • οι απαιτήσεις του μας έχουν φέρει στο ~ |
    • η σύρραξη μόνο στα λόγια, είχε φτάσει στο ~ (Kostavaras) |
    • με το ξύσιμο στην πλάτη έφτασαν στο ~ με τον αρραβωνιαστικό της (Loukatos, adapted)
  • ② the ultimate degree, the height of, the limit (syn in άκρον άωτο):
    • το ~της απελπισίας, της δυστυχίας, του λογικισμού, της συμμετρίας |
    • η βασιλική παρουσιάζει το ~ της ευθυγραμμίας (Papantoniou) |
    • βρήκε εκεί μια καλλιτεχνική ζωή που είχε φθάσει σχεδόν στο ~, στον πνευματικό κόρο (Kanellop) |
    • μεγαλώνει το θαυμασμό μας έως το ~ (Athanasiadis-N, adapted)

[fr kath το απροχώρητον, substantiv. n of απροχώρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροχώρητος, -η, -ο [aproxόritos] (L)
  • unable to make any progress or to move forward (ant προχωρημένος):
    • ~στη δουλειά, στις σπουδές του

[fr kath απροχώρητος ← MG (6th c.), cpd w. *προχωρητός (: προχωρώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες