Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροφάσιστος -η -ο [aprofásistos] Ε5 : για κτ. που λέγεται ή που γίνεται χωρίς προφάσεις, με ευθύτητα και με προκλητική, συχνά, ειλικρίνεια· απροσχημάτιστος.
απροφάσιστα ΕΠIΡΡ: Aρνήθηκε ~ τη συμμετοχή του / τη βοήθειά του. [λόγ. < αρχ. ἀπροφάσιστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροφάσιστος, -η, -ο [aprofásistos] (L)
- done without evasion or hesitation, unhesitating (syn ανεπιφύλακτος2, απροσχημάτιστος 2):
- ~σεβασμός των θεσμών |
- εκφράζεται το δόγμα της νομιμοφροσύνης και απροφάσιστης υπακοής των στρατιωτών στην πολιτική εξουσία (Despotop)
[fr kath απροφάσιστος ← postmed (Somavera) ← K (also pap), AG ἀπροφάσιστος]
- done without evasion or hesitation, unhesitating (syn ανεπιφύλακτος2, απροσχημάτιστος 2):