Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσωπόληπτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απροσωπόληπτος, επίθ.
  • Που δεν προσωποληπτεί, αμερόληπτος:
    • κριτήν απροσωπόληπτον (Διγ. Άνδρ. 40816).

[μτγν. επίθ. απροσωπόληπτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροσωπόληπτος -η -ο [aprosopóliptos] Ε5 : που δεν προσωποληπτεί, που δε μεροληπτεί.

[λόγ. < ελνστ. ἀπροσωπόληπτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροσωπόληπτος, -η, -ο [aprosopόliptos] (L)
  • not taking sides, impartial, even-handed (syn αμερόληπτος 1):
    • ~δικαστής, απροσωπόληπτη παιδεία |
    • η κριτική του Ψ. δεν είναι καρπός κρίσης αντικειμενικής και απροσωπόληπτης (Chourmouzios)

[fr kath απροσωπόληπτος ← PatrG ἀπροσωπόληπτος, cpd w. *προσωποληπτός (: προσωποληπτῶ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες