Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσχημάτιστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροσχημάτιστος -η -ο [aprosximátistos] Ε5 : για κτ. που λέγεται ή που γίνεται χωρίς προσχήματα, χωρίς προσπάθεια να συγκαλύψουμε κτ. ή να αμβλύνουμε κάποια αρνητική εντύπωση: H επέμβαση των ξένων στα εσωτερικά μας ήταν απροσχημάτιστη. Έδειξαν απροσχημάτιστη επιθετικότητα. απροσχημάτιστα ΕΠIΡΡ: Οι ενέργειές του είναι ~ εχθρικές.

[λόγ. α- 1 προσχηματ- (πρόσχημα) -ιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροσχημάτιστος, -η, -ο [apros imátistos] (L)
  • ① lacking pretexts, open, flagrant, undisguised (syn ανοιχτός 7a, near-syn απροκάλυπτος):
    • ~εκβιασμός |
    • απροσχημάτιστη βία, δικτατορία, σφαγή |
    • απροσχημάτιστες προκλητικές ενέργειες |
    • απροσχημάτιστη παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου |
    • απροσχημάτιστη εκτροπή από το σύνταγμα |
    • καταγγέλλουν την απροσχημάτιστη προώθηση σημαδεμένων χουντικών |
    • αποκλειστικό κίνητρο της πολιτικής θεωρεί την απροσχημάτιστη κατάφαση της δύναμης (Papanoutsos)
  • ② done without hesitation, unhesitating, straightforward, unveiled (syn απροφάσιστος):
    • ~ιδεαλισμός, απροσχημάτιστο ξέσπασμα |
    • οι μονόλογοί του είναι καθαρές και απροσχημάτιστες αποστροφές προς το κοινό (Athanasiadis-N) |
    • η εποχή αυτή συμπίπτει με μια απροσχημάτιστη βεβαίωση του εθνικισμού του (Chourmouzios)
  • ③ straightforward, sincere, frank (near-syn ανυπόκριτος, ειλικρινής):
    • εμείς οι τραβεστί είμαστε απεριόριστα αληθινοί και απροσχημάτιστοι

[fr kath (neol) απροσχημάτιστος, cpd w. *προσχηματιστός, der of πρόσχημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες