Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσποίητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροσποίητος -η -ο [aprospíitos] Ε5 : ANT προσποιητός. α. ανεπιτήδευτος, φυσικός: Tο φέρσιμό της / το περπάτημά της είναι χαριτωμένο και απροσποίητο. β. ειλικρινής, ανυπόκριτος: Tο ενδιαφέρον του είναι πραγματικό, απροσποίητο. απροσποίητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπροσποίητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροσποίητος, -η, -ο [aprospíitos] (L)
  • unaffected, uncontrived, unfeigned (syn ανεπιτήδευτος, ant επιτηδευμένος, προσποιητός):
    • ~αφηγητής, ποιητής |
    • απροσποίητη απλότητα, γλώσσα, θλίψη, τέχνη, χαρά |
    • απροσποίητο αίσθημα, κέφι, ύφος, χαμόγελο |
    • μιλούσε με απροσποίητη απορία (Theotokas) |
    • ποτέ η ζωή δεν πρόβαλεν έτσι, απροσποίητη, γδυτή (Papantoniou) |
    • αναρωτιόταν αν τα λόγια της ήταν ειλικρινά κι απροσποίητα (Chourmouziadis) |
    • βασική επιδίωξή μας θα είναι η ομαλή, απροσποίητη έκφραση του μαθητή (APapageorgiou)

[fr kath απροσποίητος ← PatrG, LK ἀπροσποίητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες