Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροσπέλαστος -η -ο [aprospélastos] Ε5 : ΣYN απρόσιτος. 1. για τόπο ή για χώρο στον οποίο δεν μπορεί ή πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να φτάσει, να πλησιάσει. ANT προσπελάσιμος: Aπόκρημνες ακτές, απροσπέλαστες (για τα καράβια). Xωριά απροσπέλαστα το χειμώνα. || Iστορικά αρχεία απροσπέλαστα στους ερευνητές, που δεν είναι στη διάθεσή τους. 2. για άτομο πολυάσχολο ή πολύ εσωστρεφές με το οποίο είναι αδύνατη ή πολύ δύσκολη κάθε επαφή ή επικοινωνία: Aπό τότε που ανέλαβε το υπουργείο έγινε ~. Είναι ~ άνθρωπος, δεν μπορείς να δημιουργήσεις μια φιλική σχέση μαζί του.
απροσπέλαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπροσπέλαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσπέλαστος, -η, -ο [aprospélastos] (L)
- ① difficult to approach, unapproachable, inaccessible (syn in απρόσιτος 1):
- ~ βράχος, βυθός, κήπος |
- απροσπέλαστη βίλλα, έρημος, κορφή, χαράδρα, χώρα |
- απροσπέλαστο δάσος, κάστρο, τείχος |
- τα απροσπέλαστα ύψη του ουρανού |
- οι απροσπέλαστες αποθήκες του Βατικανού |
- το νησί είναι απροσπέλαστο σε αφτέρουγα πλάσματα |
- η τοποθεσία είναι φυσικά απροσπέλαστη από τη νότια πλευρά (Chatzidakis) |
- τα φυσικά τούτα οχυρά τα είχαν ενισχύσει με έργα εκστρατείας τέτοια, που να τα κάνουν απροσπέλαστα (Terzakis) |
- τα πυκνά πλήθη φράζουν την πλατεία, έτσι ώστε η είσοδος της εκκλησίας να γίνει απροσπέλαστη (Thrylos)
- ⓐ fig hard to get, unattainable, inaccessible (syn in απρόσιτος 1b):
- ~παράδεισος, στόχος |
- απροσπέλαστη πολυτέλεια |
- απροσπέλαστο ιδανικό, όνειρο, όραμα |
- το υπέροχο το αισθανόμαστε σαν απροσπέλαστο (Papanoutsos) |
- η αγαπημένη γυναίκα θα γινόταν στους ρομαντικούς καιρούς απροσπέλαστο ίνδαλμα (Panagiotop) |
- το παίξιμο του ντεφιού απαιτεί απροσπέλαστα για τους σημερινούς μουσικούς προσόντα (IPetrop)
- ② out-of-reach, out-of-bounds, inaccessible:
- (syn δυσπρόσιτος) τα ανάκτορα δεν ήταν καθόλου απροσπέλαστα για τον Φώτιο (Tatakis) |
- δεν υπάρχει χώρος του επιστητού ~ στην κοινή συνείδηση (Panagiotop) |
- η ιδέα του αγαθού είναι απροσπέλαστη από τη γνώση (Theodorakop)
- ⓑ inaccessible, aloof, distant, standoffish (syn in απρόσιτος 2):
- ~ βασιλιάς, δικαστής |
- ο πιο ~ πολιτικός δύσκολα μπορεί να αντισταθεί στο ρουσφέτι |
- πουθενά δε θα τους δείτε να φουσκώνουν, να παίρνουν ύφος απροσπέλαστο (Melas) |
- αυτούς που θαρρούσε απροσπέλαστους, θα τους βρει ξαφνικά μπιστεμένους του φίλους (Papatsonis) |
- έμενε δισταχτικός μπροστά στην απροσπέλαστη γελαστή μορφή της (Proussis)
- ⓒ beyond one's grasp, ungraspable, inscrutable, incomprehensible (syn in απρόσιτος 2b):
- ~ποιητής, απροσπέλαστη επιστήμη |
- απροσπέλαστο αίνιγμα, μυστήριο, χάος |
- το ελατήριο των πράξεων του άλλου παραμένει απροσπέλαστο (Theodorakop) |
- ο θεός είναι ~ στην ουσία, καταληπτός στην ενέργεια και τα έργα του (Tatakis)
- ③ prohibitively expensive, unattainable (syn in απρόσιτος 3):
- απροσπέλαστα ηλεκτρικά είδη
[fr kath απροσπέλαστος ← LK ἀπροσπέλαστος, cpd w. προσπελαστός (thus also in Koumanoudis), der of προσπελάζω]
- ① difficult to approach, unapproachable, inaccessible (syn in απρόσιτος 1):