Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απροσμάχητος, επίθ.
-
- Aκαταμάχητος, ακαταγώνιστος:
- τείχος απροσμάχητον (Προδρ. IV 638).
[<στερ. α‑ + αρχ. προσμάχομαι. H λ. τον 7. αι. και σε σχόλ. (L‑S Suppl.)]
- Aκαταμάχητος, ακαταγώνιστος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσμάχητος, -η, -ο [aprozmá itos] (L)
- ① unconquerable, invincible, impregnable (syn in ακατάβλητος 1):
- οι φαλακροί βράχοι είναι μονάχοι τους σαν ένα απροσμάχητο τείχος (Panagiotop)
- ② fig irresistible, indomitable, intractable (syn ακαταμάχητος 2, ακατανίκητος 2):
- απροσμάχητη αμφιβολία, απροσμάχητο ένστικτο |
- η ανάγκη της λογικής κατάχτησης ορθώνεται απροσμάχητη μετά την έξαρση (Chourmouzios)
[fr kath απροσμάχητος ← MG απροσμάχητος ← PatrG ἀπροσμάχητος]
- ① unconquerable, invincible, impregnable (syn in ακατάβλητος 1):