Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροσεξία η [aproseksía] Ο25 : 1.η έλλειψη προσοχής. α. έλλειψη ή αδυναμία συγκέντρωσης σε ένα ερέθισμα: Tο δυστύχημα οφείλεται σε ~ του οδηγού. Tο λάθος που έκανα οφείλεται σε ~ / ήταν από ~ μου. β. απερισκεψία. 2. λάθος που δεν οφείλεται σε άγνοια, αλλά σε έλλειψη προσοχής, σε αφηρημάδα: Στο διαγώνισμα έκανα αρκετές απροσεξίες. || για κτ. που δε γίνεται από πρόθεση, αλλά από απερισκεψία.
[λόγ. < ελνστ. ἀπροσεξία]
[Λεξικό Κριαρά]
- απροσεξία η· απροσεξιά.
-
- Έλλειψη προσοχής, επιπολαιότητα, απερισκεψία:
- πίπτει (ενν. ο ελέφας) … εξ απροσεξιάς του (Φυσιολ. (Legr.) 42· Eρμον. Ω 264).
[μτγν. ουσ. απροσεξία. H λ. και σήμ.]
- Έλλειψη προσοχής, επιπολαιότητα, απερισκεψία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσεξία [aproseksía] η, (L)
- carelessness, inattentiveness, negligence, inadvertence (syn αβλεψία, near-syn αμέλεια):
- αθέλητη, εγκληματική ~ |
- λάθη από ~ |
- το περιστατικό προκλήθηκε από δική της ~ |
- κάποιος αφήκε από ~ την πόρτα της μάντρας ανοιχτή (Moatsou) |
- θεωρούν τον εαυτό τους θύμα απροσεξίας και εκμεταλλεύσεως της ιατρικής (Palaiologos)
[fr postmed, MG απροσεξία ← PatrG, K ἀπροσεξία, der of ἀπρόσεκτος]
- carelessness, inattentiveness, negligence, inadvertence (syn αβλεψία, near-syn αμέλεια):