Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσδόκητα [aproz∂όcita] adv (L)
- unexpectedly, unforeseeably, surprisingly (syn αναπάντεχα, απρόοπτα, απρόβλεπτα, απρόσμενα):
- ήρθε, μίλησε, πέθανε, πρόβαλε, σταμάτησε ~ |
- ~ζεστός |
- τον συνάντησε ~ |
- πήρε ~ ένα δώρο |
- η καταιγίδα ξέσπασε ~ |
- έπεσα ~ σε μιαν αλλόκοτη συνοικία (Kazantz) |
- ένα βράδυ, ολωσδιόλου ~, τον βρήκανε κρεμασμένον (Fteris) |
- το μυστικό ξεφύτρωσε μια μέρα, ~ (Stratou) |
- γιατί μείναμε έτσι ~ μόνοι σ' αυτό το σπίτι; (Kotsiras)
[der of απροσδόκητος]
- unexpectedly, unforeseeably, surprisingly (syn αναπάντεχα, απρόοπτα, απρόβλεπτα, απρόσμενα):