Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροσανατόλιστος -η -ο [aprosanatólistos] Ε5 : για κπ. που δεν έχει προσανατολιστεί σωστά, κυρίως μτφ., για κπ. που δεν έχει βρει την ορθή κατεύθυνση: Tα νέα παιδιά συνήθως δεν ξέρουν τι ζητούν, είναι ακόμη απροσανατόλιστα.
[λόγ. α- 1 προσανατολισ- (προσανατολίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσανατόλιστος, -η, -ο [aprosanatόlistos] (L)
- ① not having one's bearings definitely ascertained, unoriented:
- ~ πιλότος |
- προχωρήσαμε απροσανατόλιστοι, με το ένστιχτο (Valtinos)
- ② fig lacking a clear direction or purpose, disoriented (ant προσανατολισμένος):
- ~κόσμος, συγγραφέας |
- απροσανατόλιστη συνείδηση, απροσανατόλιστα νιάτα |
- χωρίς τα προνόμια της εκκλησίας οι χριστιανοί θα έμεναν θρησκευτικά ακέφαλοι, απροσανατόλιστοι και απροστάτευτοι (Vacalop) |
- θα αισθανθεί τον εαυτό του ξένο κι απροσανατόλιστο, όταν πλησιάζει το έργο του Σολωμού (Chatzinis, adapted)
[fr kath (neol) απροσανατόλιστος, cpd w. *προσανατολιστός (: προσανατολίζω)]
- ① not having one's bearings definitely ascertained, unoriented: