Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροσάρμοστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροσάρμοστος -η -ο [aprosármostos] Ε5 : α.(ψυχ.) για άτομο που παρουσιάζει δυσκολίες προσαρμογής, οι οποίες μπορεί να οφείλονται σε σωματική ή σε πνευματική αναπηρία ή υστέρηση: Tα απροσάρμοστα παιδιά έχουν ανάγκη από ειδική εκπαίδευση. || (ως ουσ.) το απροσάρμοστο, το απροσάρμοστο παιδί: Σχολείο για απροσάρμοστα. β. για άτομο που δε θέλει ή που δεν μπορεί να προσαρμοστεί, να αποδεχτεί και να εξοικειωθεί με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει: Έμεινε σε όλη του τη ζωή ~ στα ήθη του καιρού του. || (ως ουσ.) το απροσάρμοστο, η ιδιότητα του απροσάρμοστου: Tο απροσάρμοστο του χαρακτήρα του.

[λόγ. α- 1 προσαρμοσ- (προσαρμόζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροσάρμοστος1 [aprosármostos] ο, (L)
  • person maladjusted or unadaptable to society, misfit:
    • οικοτροφείο για απροσάρμοστους |
    • αντικοινωνικοί απροσάρμοστοι |
    • έσκυψε απάνω από τους απλούς, τους αγράμματους, τους απροσάρμοστους (Karantonis) |
    • ποια μοίρα κατατρέχει όλους αυτούς, τους ιδιόρρυθμους, τους απροσάρμοστους; (Tsirkas)

[substantiv. m of απροσάρμοστος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροσάρμοστος2, -η, -ο [aprosármostos] (L)
  • maladjusted, unsuited, unsuitable, unadaptable (ant προσαρμόσιμος, προσαρμοσμένος):
    • ~ λογοτέχνης, νέος, πρόσφυγας, χαρακτήρας |
    • απροσάρμοστο πνεύμα |
    • κοινωνικά ~ |
    • νοσοκομείο απροσάρμοστων παιδιών |
    • ~ με τη ζωή, την πραγματικότητα |
    • ~ στην εποχή του |
    • ~ στα τεχνάσματα |
    • γλωσσικός τύπος ~ στη δημοτική |
    • οι ευγένειες είναι αρετές απροσάρμοστες σε τέτοιες τραχιές ψυχές (Kazantz) |
    • ο μηχανισμός αποδείχνεται ~ για κάθε ειδική περίπτωση (Papanoutsos) |
    • ένας συγγραφεύς με ταλέντο μπορεί να είναι ~ στην υποχρεωτική εργασία (Stasinop)

[fr kath απροσάρμοστος ← MG (12th c.), cpd w. *προσαρμοστός (: προσαρμόζω; cf PatrG προσαρμοστέον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες