Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροπόνητος -η -ο [apropónitos] Ε5 : για αθλητή που δεν προπονήθηκε καθόλου ή δεν προπονήθηκε αρκετά και με επέκταση, για κπ. που δεν ασκήθηκε αρκετά σε κτ.
[λόγ. α- 1 προπονη- (προπονώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροπόνητος, -η, -ο [apropόnitos] (L)
- not having (been) trained (athletically) beforehand, untrained (ant προπονημένος):
- ~δισκοβόλος, πυγμάχος |
- η ομάδα κατέβηκε στον αγώνα τελείως απροπόνητη
[fr kath (neol) απροπόνητος, cpd w. *προπονητός (: προπονώ)]
- not having (been) trained (athletically) beforehand, untrained (ant προπονημένος):