Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρομελέτητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απρομελέτητος -η -ο [apromelétitos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι προμελετημένο: ~ φόνος. απρομελέτητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 προμελετη- (προμελετώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρομελέτητος, -η, -ο [apromelétitos] (L)
  • unpremeditated (syn απροβούλευτος, ant προμελετημένος):
    • ~ στοχασμός, φόνος |
    • οι προσωδιακοί αυτοί κανόνες ήταν ενοχλητικοί για την απρομελέτητη πτήση του ποιητή (Kanellop, adapted) |
    • ο διάλογος υποδηλώνει άμεσα απρομελέτητη έκφραση (Geros)

[fr kath απρομελέτητος ← postmed (17th c.), cpd w. *προμελετητός (: προμελετώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες