Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροκαταληψία [aprokatalipsía] η, (L)
- freedom fr preconceived notions or prejudices (near-syn αμεροληψία, ant προκατάληψη):
- οφείλουμε, εμβαθύνοντας με την πιο μεγάλη δυνατή ~, να συλλαμβάνομε τα στοιχεία που ενυπάρχουν στο έργο (Platis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απροκαταληψία, der of απροκατάληπτος2; cf -καταληψία in δυσκαταληψία (Origenes etc)]
- freedom fr preconceived notions or prejudices (near-syn αμεροληψία, ant προκατάληψη):