Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροκατάληπτος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροκατάληπτος -η -ο [aprokatáliptos] Ε5 : που δεν είναι προκατειλημμένος, που ενεργεί ή που κρίνει χωρίς προκατάληψη: ~ κριτής / συζητητής. απροκατάληπτα ΕΠIΡΡ: Aντιμετωπίζει / κρίνει ~ το ζήτημα.

[λόγ. α- 1 προκαταληπ- (προκατάληψις) -τος μτφρδ. αγγλ. unprejudiced]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροκατάληπτος1 [aprokatáliptos] ο, (L)
  • person free fr preconceived notions, unprejudiced person:
    • ακόμη και οι πιο ανοιχτομάτηδες και οι πιο απροκατάληπτοι δεν κατορθώνουν να διαγράψουν τον τέλειο κύκλο (Panagiotop)

[substantiv. m of απροκατάληπτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροκατάληπτος2, -η, -ο [aprokatáliptos] (L)
  • free fr preconceived notions, unprejudiced, unbiased, impartial (near-syn αμερόληπτος 1, ανεπηρέαστος, ant προκατειλημμένος):
    • ~μελετητής, νους |
    • απροκατάληπτη διάθεση, έρευνα, παιδεία, σκέψη |
    • αλλαγή απροκατάληπτη από τις διχόνοιες του παρελθόντος |
    • και ο πιο ~ και ο πιο ειλικρινής στοχαστής ξεκινάει από τον εαυτό του (Panagiotop) |
    • ο κριτικός θέλει να είναι αντικειμενικός, αφατρίαστος κι ~ (Thrylos) |
    • η σαφήνεια και η αντικειμενικότης του δείχνουν στον ακροατή το απροκατάληπτο, το ευθύ κριτικό πνεύμα του (Fteris, adapted)

[fr kath (neol) απροκατάληπτος, cpd w. *προκαταληπτός (cf AG προκαταληπτέον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες