Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροκάλυπτος -η -ο [aprokáliptos] Ε5 : για κτ. που γίνεται ή που λέγεται χωρίς προσχήματα, χωρίς προσπάθεια να το συγκαλύψουν: Δέχτηκε την απροκάλυπτη επίθεση των πολιτικών του αντιπάλων.
απροκάλυπτα ΕΠIΡΡ: Δήλωσε ~ ότι θα ενεργήσει σύμφωνα με το προσωπικό του συμφέρον, ανοιχτά, καθαρά. Οι ενέργειές του είναι ~ εχθρικές. [λόγ. επίθ. < αρχ. επίρρ. ἀπροκαλύπτ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροκάλυπτος, -η, -ο [aprokáliptos] (L)
- undisguised, unveiled, unconcealed, open, declared (syn ακάλυπτος 4, ανοιχτός 7a, φανερός, ant καλυμμένος):
- ~ αθεϊσμός, εκνευρισμός, ενθουσιασμός, θαυμασμός, σαδισμός |
- απροκάλυπτη επίθεση, καταγγελία, κριτική, ομολογία, σάτιρα |
- απροκάλυπτη αντιπάθεια, απέχθεια, βία |
- απροκάλυπτο αίσθημα, ενδιαφέρον, πάθος |
- απροκάλυπτη λεηλασία των καταστημάτων |
- απροκάλυπτη συνηγορία υπέρ του μαρξισμού |
- έχουν διαπιστωθεί απροκάλυπτες βλέψεις επί ορισμένων νησιών του Aιγαίου |
- αυτό θα οδηγούσε σε ωμές, απροκάλυπτες επεμβάσεις στα εσωτερικά μας (Tsirkas) |
- η απροκάλυπτη αυτή ειλικρίνεια δεν δημιουργεί ατμόσφαιρα οξύτητας (Palaiologos) |
- ο K. στάθηκε ~ εχθρός του κάθε είδους αισθησιασμού (Karantonis) |
- είδαν στο πρόσωπο του Pήγα τον απροκάλυπτο κήρυκα του πιο αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού (Vranousis)
[fr kath απροκάλυπτος ← AG *ἀπροκάλυπτος, cpd w. *προκαλυπτός; cf AG (4th c. BC) ἀπροκαλύπτως]
- undisguised, unveiled, unconcealed, open, declared (syn ακάλυπτος 4, ανοιχτός 7a, φανερός, ant καλυμμένος):