Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροθυμία η [aproθimía] Ο25α : η έλλειψη ζήλου, διάθεσης να αναλάβει κάποιος μια δραστηριότητα. ANT προθυμία: Έδειξε μεγάλη ~ να βοηθήσει.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ἀπροθυμία < ἀπρόθυμ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροθυμία [aproθimía] η, (& D απροθυμιά [aproθimjá]) (L)
- reluctance, unwillingness, disinclination (syn απρόθυμο, ant προθυμία):
- εκδηλώθηκε, παρατηρήθηκε ~ |
- η ~ της χώρας να επανέλθει στο NATO |
- έδειχναν ~ ν' αναλάβουν τη διαχείριση των κοινών (Vacalop) |
- έβριζε εκνευρισμένος με την ~ που έδειχναν τα γουρούνια να στριμωχθούν σε μια γωνιά (Ouranis) |
- υποχρεώθηκε να υπερνικήσει την ~ του ν' ανεβεί τόσο ψηλά (Kanellop) |
- το γεγονός συνοδεύεται με ~ βελτιώσεις των συνθηκών παραγωγής (Zachareas)
[fr kath απροθυμία ← MG (Souda) απροθυμία, der of απρόθυμος]
- reluctance, unwillingness, disinclination (syn απρόθυμο, ant προθυμία):