Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροετοίμαστος -η -ο [aproetímastos] Ε5 : ANT προετοιμασμένος. α. για κτ. που δεν το έχουν προετοιμάσει καθόλου ή δεν το έχουν προετοιμάσει καλά, που δεν το έχουν οργανώσει έγκαιρα και κατάλληλα: H επιχείρηση / η επίθεση απέτυχε, γιατί ήταν τελείως απροετοίμαστη. || ανέτοιμος: H χώρα μας βρέθηκε απροετοίμαστη να δεχτεί τόσους τουρίστες. Ο στρατός εξοπλίζεται για να μη βρεθεί ~ σε περίπτωση πολέμου. β. για κπ. που δεν έχει προετοιμαστεί καθόλου ή σωστά, που δεν έχει κάνει τις απαραίτητες ενέργειες, που δεν έχει πάρει τα κατάλληλα μέτρα, για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση: Ο σεισμός μάς βρήκε απροετοίμαστους, ανέτοιμους. H ερώτησή σου με βρίσκει απροετοίμαστο και δεν μπορώ να απαντήσω. Πήγε στο σχολείο / στις εξετάσεις ~, αδιάβαστος. || που δεν έχει την κατάλληλη ψυχική προετοιμασία ή τα ψυχικά εφόδια, για να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση: Πρέπει να ξέρει την κατάσταση της υγείας του, ώστε να μη βρεθεί ~. Ο λαός ήταν ~ να δεχτεί τη διάψευση των ελπίδων του.
[λόγ. α- 1 προετοιμασ- (προετοιμάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροετοίμαστος1 [aproetímastos] ο, (L)
- unprepared or unready person (syn απροπαρασκεύαστος 2):
- ας υποθέσουμε πως διαβάζει τον 'Aκάθιστο ύμνο' ένας αλλόθρησκος, ένας αλλόφυλος, ένας ~ δηλαδή (Panagiotop)
[substantiv. m of απροετοίμαστος2]
- unprepared or unready person (syn απροπαρασκεύαστος 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροετοίμαστος2, -η, -ο [aproetímastos] (L)
- ① unprepared, unready (syn ανέτοιμος, απαρασκεύαστος, απαράσκευος 1, απροπαρασκεύαστος):
- ήταν ~, για ταξίδι |
- ήταν ~ και δεν κατάφερε να μας τα πει καλά |
- είμαι ~ και δε μπορώ να σου απαντήσω |
- τα φιλοσοφικά δόγματα πρέπει να μην πέφτουν σε άγουρα και απροετοίμαστα να τα δεχθούνε μυαλά (Palam, adapted) |
- νομίζοντας πως έδινε υποσχέσεις χαράς έδινε μόνο στους απροετοίμαστους ανθρώπους, περισσότερο πόνο, αστάθεια, άλγος (Thrylos) |
- από το κλασσικό γυμνάσιο οι νέοι βγαίνουν απροετοίμαστοι για τις πραχτικές ανάγκες της ζωής (Kakridis) |
- o αναγνώστης, κι ο πιο απληροφόρητος κι ο πιο ~, έχει όσφρηση και δε δυσκολεύεται να φτάσει εκεί που θέλει (Charis) |
- το κοινό δείχνει με τη στάση του, πως είναι απροετοίμαστο για τη μεγάλη τέχνη (Panagiotop) |
- η καταιγίδα μας πρόφτασε σαν τ' απροετοίμαστα πουλιά (Lountemis) |
- poem με τρόμαζε κι αυτό, .. | .. σα να 'ταν κάτι να μας πάρουν | ή κάτι να μας φέρουν κ' είμαστε απροετοίμαστοι (Ritsos)
- ② unplanned, unprepared, extempore, impromptu (syn αμελέτητος 2, near-ant μελετημένος, προμελετημένος, προσχεδιασμένος):
- ~ γάμος, λόγος |
- απροετοίμαστη υποδοχή |
- απροετοίμαστο επεισόδιο unrehearsed incident
[fr kath (neol Koumanoudis) απροετοίμαστος, der w. *προετοιμαστός]
- ① unprepared, unready (syn ανέτοιμος, απαρασκεύαστος, απαράσκευος 1, απροπαρασκεύαστος):