Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροειδοποίητος -η -ο [aproiδopíitos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που δεν τον προειδοποίησαν, δεν τον ενημέρωσαν έγκαιρα για κτ. που πρόκειται να συμβεί: Ο πληθυσμός δεν πρέπει να μείνει ~ για τους κινδύνους που θα αντιμετωπίσει. 2. (για αφηρ. ουσ.) που έγινε χωρίς προειδοποίηση· ξαφνικός: Aπροειδοποίητη αναχώρηση / άφιξη / επίσκεψη.
απροειδοποίητα ΕΠIΡΡ: Ήρθε / έφυγε εντελώς ~. [λόγ. α- 1 προειδοποιη- (προειδοποιώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροειδοποίητος, -η, -ο [aproi∂opíitos]
- ① uninformed, unnotified, unwarned (ant προειδοποιημένος):
- ο ~ αναγνώστης δεν είναι σε θέση να καταλάβει την πονηριά |
- εκυκλοφόρησε τώρα ένα βιβλίο .. που έχει αιφνιδιάσει και τους κύκλους του πνεύματος, μολονότι όχι απροειδοποίητους από κάποιες προγενέστερες ενδείξεις επαφής με το λόγο (Panagiotop) |
- η ζωή συλλαμβάνεται απροειδοποίητη, σα μια πεταλούδα (Chatzinis) |
- όμως ο Π., απροετοίμαστος, ~ για τη σπίθα, δεν μπορούσε να τα βάλει όλα σε τάξη (Venezis) |
- η ένταση κυρίως του βλέμματος του A. Σικελιανού παραζαλίζει λιγάκι τον απροειδοποίητο επισκέπτη (Theotokas) |
- poem θα πεις δεν είσαστε απροειδοποίητοι | αλλά κι αν ερμηνεύαμε σωστά τα σημεία | η μοίρα ήταν τελειωμένη (Dimakis)
- ② done without notice or warning:
- απροειδοποίητη άφιξη |
- απροειδοποίητες πτήσεις |
- απροειδοποίητα τουρκικά γυμνάσια
[fr kath (neol Koumanoudis) απροειδοποίητος]
- ① uninformed, unnotified, unwarned (ant προειδοποιημένος):