Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροειδοποίητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απροειδοποίητα [aproi∂opíita] adv
  • without warning, without (prior) notice (near-syn απροσδόκητα):
    • έτσι, λίγο, τελείως ~ |
    • ~, αιφνιδιαστικά πήρε εντολή να εγκαταλείψει την Πάτρα |
    • τα μαροκινά αεροπλάνα επιτέθηκαν εναντίον των δύο πετρελαιοφόρων ~ |
    • ειδικοί πράκτορες επισκέφθηκαν ~ ενενήντα οκτώ από τις λογιστικές φίρμες |
    • ξαφνικά, σ' ένα γύρισμα του δρόμου, έτσι ~, στάθηκε μπροστά μας ο Tαΰγετος (Myriv) |
    • οι εργάτες που ξεφόρτωναν στην Oμόνοια αλεύρια κήρυξαν ~ απεργία (ChZalokostas) |
    • ήταν μια άγρια μπόρα που ξεσπούσε ξαφνικά κι ~ σαν τις ανοιξιάτικες θύελλες (Venezis) |
    • στις εννέα και μισή, ξαφνικά, ~, ξέσπασε ένας θόρυβος δαιμονισμένος (Theotokas) |
    • poem .. ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα | χωρίς κανείς να το μαλώσει· σηκώνεται αργά, ~ (Ritsos)

[der of απροειδοποίητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες