Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροβλημάτιστος -η -ο [aprovlimátistos] Ε5 : α.για κπ. που δεν προβληματίζεται, που δεν τον απασχολούν σοβαρά και σε βάθος γεγονότα ή καταστάσεις και τα αντιμετωπίζει αδιάφορα και επιπόλαια. ANT προβληματισμένος: Ο νέος δεν μπορεί να μείνει ~ μπροστά στην αλόγιστη εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου. β. Aπροβλημάτιστη θέση / τοποθέτηση, που την παίρνει κάποιος χωρίς να προβληματίζεται.
απροβλημάτιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 προβληματισ- (προβληματίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροβλημάτιστος, -η, -ο [aprovlimátistos] (L)
- accepting without examination or hesitation, unquestioning:
- μονοκόμματος .. ίσως και ~ παρουσιάζεται ο ψυχικός του κόσμος (Tsatsos) |
- είναι δυνατό τον απλοϊκό θαυμασμό .. και την απροβλημάτιστη πίστη, που κοιμίζει και αποχαυνώνει, να τα αντικαταστήσει ο θεμελιωμένος θαυμασμός και η κριτική πίστη (Kakridis) |
- διακεκριμένος συνάδελφος, μιλώντας για το έργο ενός από τους πεζογράφους της περασμένης γενιάς, τον εχαρακτήρισε 'απροβλημάτιστο' (Panagiotop) |
- λαχτάρησε να ξανακάμει .. τον άνθρωπο, αγνό και αδιαίρετο και απροβλημάτιστο πλάσμα του θεού (Karantonis) |
- η 'αμετάκλητη τελολογία της φθοράς' είναι μια βολική κι απροβλημάτιστη θέση (Dizikirikis)
[cpd w. *προβληματιστός (: προβληματίζω)]
- accepting without examination or hesitation, unquestioning: