Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απρεπής -ής -ές [aprepís] Ε10 : (για πρόσωπο ή για εκδήλωση) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευγένειας, διακριτικότητας και σεβασμού, που είναι αντίθετος προς τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς: Είναι ~ και προκλητικός άνθρωπος. H συμπεριφορά του ήταν ~. Xρησιμοποίησε απρεπείς εκφράσεις. Είναι απρεπές να μιλάς με αυθάδεια στους γονείς σου. || άσεμνος: Έκανε μια απρεπή χειρονομία.
απρεπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀπρεπής, ἀπρεπῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρεπής, -ής, -ές [aprepís] S απρεπέστατος (L)
- improper, indecent, indecorous, unbecoming, unseemly (syn άκοσμος, αναξιοπρεπής, ανάρμοστος, άπρεπος):
- ~ διαγωγή, εκδήλωση, έκφραση, συμπεριφορά, χειρονομία |
- θα ήταν απρεπές να αρνηθείς it would be ungracious to refuse |
- τα υπολείμματα της φαλλοκρατίας στα λύκεια και τα γυμνάσια έκριναν ότι τα παντελόνια είναι ~ ενδυμασία για τις μαθήτριες |
- μικρούλα μου, αυτό είναι αποκρουστικό, είναι εξωφρενικά απρεπές (Katsigra) |
- θα γράψω κάτω από το πραχτικό ότι ο λόγος που δεν υπογράφω είναι, γιατί περιέχει απρεπείς ανακρίβειες (KPapa, adapted) |
- ας μη κάνουμε απρεπείς συγκρίσεις (Kasimatis) |
- δεν είναι απρεπές, αν ένας γιατρός .. βρισκόμενος σε αβεβαιότητα, προσκαλεί και άλλους συναδέλφους του για να εξετάσουν από κοινού τον άρρωστο (Vrettakos) |
- poem .. στου δρόμου την καμπή απροσδόκητα | τον κύριο ταγματάρχη συναντούμε | μόλις σχεδόν προφτάσουμε να ισιώσουμε | την απρεπή μας στάση, χαιρετούμε (Liakos)
[fr kath απρεπής ← K (also pap), AG ἀπρεπής]
- improper, indecent, indecorous, unbecoming, unseemly (syn άκοσμος, αναξιοπρεπής, ανάρμοστος, άπρεπος):