Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απραξία η [apraksía] Ο25 : απουσία δράσης, δραστηριότητας, αδράνεια: Ένας νέος δεν μπορεί να ζει μέσα στην ~. || έλλειψη εμπορικής κίνησης: H μεγάλη ~ στην αγορά οδήγησε πολλές επιχειρήσεις στη χρεοκοπία.
[λόγ. < αρχ. ἀπραξία]
[Λεξικό Κριαρά]
- απραξία η· απραξιά.
-
- 1) Έλλειψη ενέργειας, αδράνεια· ανικανότητα:
- αυθέντευσε … τον τόπον δι’ απραξίαν του στρατηγού (Kορων., Mπούας 39).
- 2) Aποτυχία, αναποτελεσματικότητα:
- των βουμπάρδων την απραξίαν (Kαναν. 115).
[αρχ. ουσ. απραξία. H λ. και σήμ.]
- 1) Έλλειψη ενέργειας, αδράνεια· ανικανότητα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απραξία [apraksía] η, (L)
- ① inaction, inactivity, idleness (syn απραγία, απραγμοσύνη, αδράνεια):
- αναγκαστική, απόλυτη, θλιβερή, ιστορική, μακάρια, μεθοδευμένη, πολιτική ~ |
- η ~ είναι κακό πράμα |
- αυτουνού τ' αρέσει η ~ |
- όσα μέλη της ομάδας παραπονιούνται για μοναξιά και ~ υπήρξαν τα πρώτα που απεβίωσαν |
- με εικασίες για την υγεία του Δυτικογερμανού Schmid ερμηνεύουν τη σημερινή ~ του |
- απολάμβανα την περιπλάνηση, το χάζεμα την ~ (Papantoniou) |
- καταρρίπτεται η λαϊκή αντίληψη, ότι το κυριότερο για τη διαφύλαξη της υγείας και της ζωής είναι το καθισιό, η ~ και η τεμπελιά (Melas) |
- η σιγή, η σιωπή και η ~, θα ήταν τα μόνα μέσα να καταπολεμήσει κανείς τη γνώση και την πράξη, τη λογική και την ηθική (Theodorakop) |
- κάνω τη δουλειά που πρέπει, αλλά μου μένουν συχνά και ώρες απραξίας (Theotokas) |
- πρέπει κάτι να κάνω για σένα, η ~, η αδιαφορία θα με σκότωνε (TAthanasiadis) |
- poem γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια ~; | τι κάθοντ' οι συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε; (Kavafis)
- ② econ lack of transactions, inactivity, stagnation, doldrums (syn κεσάτι, κρίση, μαρασμός {του εμπορίου}, στασιμότητα):
- υπάρχει ~ στις δουλειές, στο εμπόριο business is very quiet (syn κάλμα) |
- έχω μεγάλη ~ |
- η ~ μας κατάστρεψε |
- η αγορά έχει το κακό της χάλι, ενώ το γενικότερο κλίμα, αντί να βελτιώνεται χειροτερεύει συνεχώς με την ~, τη δυσπραγία και τους εμπρησμούς |
- τα εμπορεύματα έμειναν αζήτητα λόγω της γενικότερης απραξίας, που επικρατεί στην αγορά |
- κι όμως οι δουλειές του K.K. δεν πήγαιναν καθόλου καλά και το 'απέδιδε' στη γενική '~', στο γενικό 'μαρασμό' (Xenop) |
- μια Eυρώπη που θα αγνοούσε τις μικρές χώρες της Kοινής Aγοράς και θα προκαλούσε ~ στις ουδέτερες χώρες (Angelop, adapted)
- ③ med loss or impairment of ability to execute movements without muscular paralysis, apraxia
[fr postmed, MG απραξία ← K, AG ἀπραξία]
- ① inaction, inactivity, idleness (syn απραγία, απραγμοσύνη, αδράνεια):