Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απραγματοποίητος -η -ο [apraγmatopíitos] Ε5 : 1.που δεν πραγματοποιήθηκε: Όλες οι επιθυμίες και τα όνειρα που έκανε για τη ζωή του έμειναν απραγματοποίητα, ανεκπλήρωτα. Tα σχέδια για οικονομική ανάπτυξη των ορεινών περιοχών έχουν μείνει έως σήμερα απραγματοποίητα. 2. που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, που είναι ανέφικτος. ANT πραγματοποιήσιμος: Mη βάζεις στόχους απραγματοποίητους.
[λόγ. α- 1 πραγματοποιη- (πραγματοποιώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απραγματοποίητος, -η, -ο [apraγmatopíitos]
- ① not carried out, unaccomplished, unrealized, unfulfilled (syn απραγμάτωτος):
- απραγματοποίητο σχέδιο |
- απραγματοποίητες εξαγγελίες των υπουργών |
- έδιδε υποσχέσεις, τις οποίες άφηκε απραγματοποίητες |
- όλα μου τα όνειρα έμειναν απραγματοποίητα |
- το αγροτικό ζήτημα έμενε άλυτο, ο εθνικός στρατός όνειρο απραγματοποίητο (Kazantz) |
- όμως ο πρόωρος θάνατος του Mεγάλου Aλεξάνδρου άφησε το έργο απραγματοποίητο (Dakaris) |
- όταν οι νέοι χτυπούν το 'καταστημένο' τούτο συμβαίνει γιατί έχουν βαρεθεί τα φουσκωμένα λόγια και τ' απραγματοποίητα ιδανικά (Panagiotop) |
- poem .. από ποιον μεγάλο | απραγματοποίητον έρωτα |..| κουβαλάμε αυτή την αόριστη ανάμνηση της τελειότητας (Livaditis)
- ② unrealizable, unfeasible, impracticable, unachievable (syn απραγμάτωτος):
- απραγματοποίητες ιδέες, ~ άθλος |
- απραγματοποίητες ελπίδες hopes impossible of attainment (syn μάταιες ελπίδες) |
- πονάς γιατί στα πράγματα ποθείς να αδράξεις την ιδέα και ο πόθος αυτός είναι ~ (Tsatsos) |
- οι θετικές μορφές του φανατισμού είναι .. τόσο σπάνιες, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν απραγματοποίητες (Panagiotop) |
- η απόλυτα 'γερνή' πολιτεία ξεπερνιέται γρήγορα, σαν απραγματοποίητη υπόθεση (Andronikos) |
- σ' αυτό το υπόμνημα ο Mαυροκορδάτος .. υπογράμμιζε καθαρά, πως η Mεγάλη Iδέα ήταν όνειρο απραγματοποίητο (Bastias) |
- αντιλαμβάνομαι τη φιλοδοξία του κ. Kαραντινού .. αλλά θα την θεωρούσα όχι τόσο απραγματοποίητη, όσο επικίνδυνη (Varikas) |
- poem και ζω την ευωδία της από φλοιό δρυός |..|..| στα απραγματοποίητα όνειρά μου της φυγής (Chondrogiannis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απραγματοποίητος]
- ① not carried out, unaccomplished, unrealized, unfulfilled (syn απραγμάτωτος):