Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απρέπεια η [aprépia] Ο27 : α.η ιδιότητα του απρεπούς. ANT ευπρέπεια: H απρέπειά του με εξοργίζει. Tον χαρακτηρίζει η ~. Φέρθηκε με ~. β. συμπεριφορά ή ενέργεια που ταιριάζει σε απρεπή άνθρωπο: Είναι ~ να κάνεις αδιάκριτες ερωτήσεις. Έκανε μια μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπρέπεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρέπεια [aprépia] η, (L)
- impropriety, incivility, indecorum, indecency (syn αγένεια, ακοσμία, αναξιοπρέπεια 2, χοντροκοπιά):
- χοντρή ~ |
- θα ήταν ~ εκ μέρους μου να σε κατηγορήσω it would be ungracious of me to blame you |
- θα ήταν ~ ν' αρνηθεί κανείς it would be improper to decline |
- αυτό που κάνει είναι ~ |
- ένας επαγγελματίας διασκεδαστής δεν λέει για να διασκεδάσει το κοινό του με τέτοιες απρέπειες |
- διέπραξα τότε μια ~, που την μετάνοιωσα σ' όλη μου τη ζωή (Melas) |
- μόνο στην απόλυτη μοναξιά έχουμε το λεύτερο να χαρούμε έτσι τις μικρές -και τις μεγάλες μας- απρέπειες (Myriv) |
- αφότου υπάρχουν στον κόσμο παιδιά, κάνουν ανοησίες και απρέπειες όλων των διαμετρημάτων (Papanoutsos) |
- ορθότατα χαρακτηρίζει ο Nίτσε την προσταζόμενη αγάπη των δύο φύλων ως ~ (Theodorakop) |
- καμιά ηθική δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλει .. την αντικατάσταση της δραστηριότητας από την αδράνεια, της ευγένειας από την ~ (Panagiotop) |
- poem κ' ήταν στιγμές που επλήγωνε σα μια | ~ στο κρεβάτι ενός αρρώστου (MZotos)
[fr postmed (Somavera) ← K, AG ἀπρέπεια]
- impropriety, incivility, indecorum, indecency (syn αγένεια, ακοσμία, αναξιοπρέπεια 2, χοντροκοπιά):