Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απούλητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απούλητος, επίθ.
  • Που δεν πουλήθηκε:
    • (Aσσίζ. 48815).

[<στερ. α‑ + πουλώ. H λ. τον 11.-12. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απούλητος -η -ο [apúlitos] Ε5 : που δεν τον πούλησαν, που δεν είναι πουλημένος: Tου έμεινε απούλητο το εμπόρευμα. Για να ξεχρεωθεί δεν άφησε τίποτα απούλητο.

[μσν. απούλητος < α- 1 πουλη- (πουλώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απούλητος, -η, -ο [apúlitos] (& L απώλητος)
  • ① unsold (syn αξεπούλητος, ant πουλημένος):
    • απούλητη ντομάτα, ρετσίνα, σοδειά |
    • απούλητο εμπόρευμα, κρέας |
    • όσα φυλλάδια θα 'μεναν απούλητα, θα γίνουνταν βιβλία (Xenop) |
    • τα κρασιά έμειναν απούλητα, γιατί δεν τα τραβούσε η Γαλλία (Saratsis) |
    • ο κυρ Σεραφείμ γύρισε με αρκετό παγωτό απούλητο (Glezos)
  • ② unsalable, unvendable

[fr postmed (Somavera), MG απούλητος, cpd w. *πουλητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες