Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποψινός -ή -ό [apopsinós] Ε1 : που συμβαίνει, που γίνεται απόψε, που έχει σχέση: α. με το βράδυ ή με τη νύχτα της σημερινής ημέρας: Θα πάμε όλοι στην αποψινή συγκέντρωση. Δεν πρόλαβα να ακούσω τις αποψινές ειδήσεις. β. με την προηγούμενη νύχτα: Tο αποψινό όνειρο ήταν πολύ ζωντανό.
[απόψ(ε) -ινός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποψινός, -ή, -ό [apopsinós]
- ① of yesterday evening (syn αποψεσινός, ψεσινός):
- ο ~ μου ύπνος ήταν κακός |
- την αποψινή νύχτα πέρασα άσκημα
- ② of this evening, tonight's:
- ~ σύντροφος, χορός |
- αποψινή γιορτή, ιστορία, ομιλία, προσπάθεια, στιγμή, συνεδρίαση, χοροεσπερίδα |
- αποψινό γλέντι, δειλινό, επεισόδιο, εύρημα, θάμα, περιβάλλον |
- αποψινά ανδραγαθήματα, βάσανα, διαβούλια, περιστατικά |
- τα μέλη της διακομματικής αποστολής βρίσκονται στην Kύπρο για να λάβουν μέρος στο αποψινό συλλαλητήριο |
- αν λείπουν οι αρχόντισσες από την αποψινή χαρά, είναι γιατί δεν τις εκάλεσε ο σιορ Mαρής (Xenop) |
- δεν θα ξεχάσω την αποψινή βραδιά (Melas) |
- σκέφτηκε πώς ήταν ευκολότερο να ανακοινώσει την αποψινή του έξοδο στη γυναίκα του με έμμεσο τρόπο (Theotokas) |
- εγώ δεν είχα ύπνο .. στριφογυρίζανε μες στο μυαλό μου η πρωϊνή βροχή, το αποψινό ηλιοβασίλεμα (KPolitis) |
- την είχε κρατήσει πολύ στον αποψινό περίπατο, ήταν ένοχος (Charis) |
- poem .. κ' οι γκιόνηδες κ' οι γρύλλοι | εμέθυσαν απ' τη χαρά τ' αποψινού Aπρίλη (Granitsas) |
- θά ταν καλοπροαίρετη η αποψινή μου εσπέρα | κ' εφάνταξες πρωτόβραδη στην ομορφιά των δέντρων (Melachrinos)
[der of απόψε w. suff -ινός]
- ① of yesterday evening (syn αποψεσινός, ψεσινός):