Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποψίλωση η [apopsílosi] Ο33 : η ενέργεια του αποψιλώνω. 1. η αφαίρεση ή καταστροφή της βλάστησης που καλύπτει μια έκταση: H ~ των δασών προκαλεί οικολογικές διαταραχές. Ο λόχος πήγε για ~, για καθαρισμό της περιοχής από τη χαμηλή βλάστηση. 2. (μτφ.) αφαίρεση κεκτημένα δικαιώματα από κπ.
[λόγ. < ελνστ. ἀποψίλω(σις) (μαρτυρείται στη σημ.: `κλάδεμα των αμπελιών΄) -ση κατά τις σημ. της λ. αποψιλώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποψίλωση [apopsílosi] η, gen αποψιλώσεως & αποψίλωσης, pl αποψιλώσεις (L)
- ① removal of (body) hair, depilation (syn αποτρίχωση):
- στην τωρινή ετούτη εποχή της ομαδικής αποψίλωσης, καλλιεργεί φρύδια πυκνά, ολόσμιχτα στη μέση (KPolitis) |
- δεν πρέπει να γίνεται χρήση αντιϊδρωτικών φαρμάκων αμέσως μετά το ξύρισμα ή την ~ της μασχάλης (Gladas)
- ② stripping of trees or vegetation, denudation (syn αποφαλάκρωση, near-syn αποδάσωση, αποδένδρωση):
- η ~ των δασών |
- κινδύνευσε η περιοχή από γενική ~ |
- να σταματήσει η ~τη χώρας |
- μελετούν τις επιπτώσεις της αποψίλωσης στις κλιματολογικές συνθήκες |
- στην ~ αυτή πρέπει να προστεθούν περίπου 1,1 εκατομμύρια στρέμματα |
- πολλοί κάτοικοι των περιοχών αυτών γνώρισαν την εθελοντική συμπαράσταση ανδρών και γυναικών από λαϊκές συνοικίες, που ήλθαν να βοηθήσουν σε πρόχειρες αποψιλώσεις |
- στις πόλεις η ρύπανση της ατμόσφαιρας, η ~ και η παραγόμενη τεχνικώς θερμότητα έχουν μεταβάλει αισθητά το κλίμα (Pikros) |
- o περίβολος, όπως και ο χώρος που περικλείει μέσα του, σκεπάζεται από ένα πυκνό δάσος, αν δεν προηγηθεί συστηματική ~.. δεν είναι βολετό να εξερευνηθεί (Bakalakis) |
- η στενάχωρη θέση των κατοίκων επάνω στα βουνά τους έσπρωξε .. στην ~ και εκχέρσωση των δασών (Vacalop)
- ③ fig laying bare, denuding, stripping (syn απογύμνωση 2b):
- διαπιστώνει την τρομερή αλήθεια της αποψιλώσεως από κάθε ζωντάνια όλης της εξωτερικής μας ζωής (Papatsonis) |
- διαπιστώνω κ' εδώ την προοδευτική ανθρώπινη ~, που είναι γνώρισμα οικουμενικό του καιρού (Panagiotop) |
- με την επίκληση της 'ελευθερίας' για έκφραση γνώμης από τον πρώτο κερδοσκόπο, πολύ πιθανός χαίνει ο κίνδυνος να συρθεί το ανθρώπινο γένος στην πιο θλιβερή ανελευθερία, δηλαδή σε πνευματική ~ και σε ηθική αποχαύνωση (Despotop) |
- και οι τρεις αιτίες μας υποχρεώνουν σε μια γενναία ~ από πολλές λεπτομέρειες που τις είχαμε πολύ συνηθίσει με την ως τώρα παράδοση (Kalokairinos)
[fr kath αποψίλωσις ← K αποψίλωσις 'stripping' (Theophr), der of αποψιλώ (-όω)]
- ① removal of (body) hair, depilation (syn αποτρίχωση):