Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποψές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποψές [apopsés] adv
  • ① yesterday evening:
    • έφυγε ~ |
    • ~ ψώνισα για σήμερα
  • ② since yesterday (syn αποχτές):
    • ~ δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου |
    • ας επήγαινες ~

[fr postmed αποψές, cpd fr phr K αποψέ, this fr phr απ' οψέ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποψεσινός, -ή, -ό [apopsesinós]
  • of yesterday evening (syn αποψινός 1, ψεσινός):
    • αποψεσινή χιονοθύελλα |
    • phr είναι ~ he has been drunk since last night

[der of απόψες w. suff -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες