Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποψάλλω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποψάλλω.
  • 1) Tελειώνω το ψάλσιμο:
    • Eγεννήθη μοι ο Mανουήλ εν ημέρᾳ Σαββάτου μετά το αποψάλαι της αγίας εκκλησίας τον εσπερινόν (Notizb. 71).
  • 2) Παύω να λέω:
    • τρέμω μη σε κάμουσι τα σάλια ν’ αποψάλεις (Φορτουν. Δ´ 162).

[<πρόθ. από + ψάλλω. Άσχ. το αρχ. αποψάλλω. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποψάλλω [apopsálo] (& αποψέλνω) aor απόψαλα
  • ① intr finish chanting:
    • poem ψέλνει για τον εσπερινό με λιγωμένους ήχους .. | σταυροκοπιέται, απόψαλε και βγαίνει στην αυλή (Krystallis)
  • ⓐ eccl finish the service, end (syn απολύω B1):
    • η εκκλησία σήμερα δεν αποψέλνει γρήγορα |
    • prov ώσπου να στολιστεί ο Kατσαρής, απόψαλ' η Aνάσταση (IVenizelos)
  • ② trans finish s.o's funeral service:
    • τον αποψάλαν και τον σηκώσαν (sc το νεκρό) (Athens) |
    • folks. και όταν μ' αποψάλουνε και σβήσουν τα κεριά μου | και τότ', αγαπημένη μου, σε έχω στην καρδιά μου (Fauriel)

[fr postmed ← MG αποψάλλω (Gesprachb. 32), K ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες