Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχωρώ [apoxoró] Ρ10.9α : 1.απομακρύνομαι, φεύγω από ένα χώρο ή τόπο: Όταν έρχεται κάποιος φίλος μου, η μητέρα αποχωρεί διακριτικά από το δωμάτιο. Έφτασε τελευταίος στη συγκέντρωση και αποχώρησε πρώτος. Οι δύο ομάδες αποχώρησαν ισόπαλες από το γήπεδο. || φεύγω από κάπου, επειδή αρνούμαι να συμμετάσχω σε κάποια διαδικασία: Aποχώρησε από την αίθουσα συνεδριάσεων, επειδή διαφώνησε για διαδικαστικά θέματα. 2α. παύω να συμμετέχω σε κτ., να αποτελώ μέλος ενός οργανισμού, μιας ένωσης: H Ελλάδα είχε αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του NATΟ το 1974. β. διακόπτω μια δραστηριότητα, εγκαταλείπω έναν τομέα δουλειάς και δράσης· αποσύρομαι: Aποχώρησε από την ενεργό υπηρεσία πολύ νέος / λόγω ηλικίας.
[λόγ. < αρχ. ἀποχωρῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχωρώ [apoxorό] ipf αποχωρούσα, aor αποχώρησα (& απεχώρησα; subj αποχωρήσω) (L)
- ① go away, leave, depart, withdraw, retire (syn φεύγω):
- οι εισβολείς απεχώρησαν |
- ~ για ύπνο |
- όταν οι κυρίες αποχωρούσαν από τη συγκέντρωση, ήταν πολλές που ομολόγησαν (Melas) |
- ο αναχωρητισμός είναι μια μορφή διαμαρτυρίας, διαμαρτύρεσαι και αποχωρείς (Panagiotop) |
- η συζήτηση υπήρξε τρικυμιώδης .. μερικοί αποχώρησαν εις ένδειξιν διαμαρτυρίας (Athanasiadis-N) |
- διάφοροι άλλοι κατακτητές κατά καιρούς κατέλαβαν την Eλλάδα και ύστερα απεχώρησαν (Stratou) |
- rembetiko τώρα κ' εγώ, μικρούλα μου, πρέπει ν' αποχωρήσω | αφού δεν ήτανε γραφτό μαζί σου για να ζήσω (IPetrop)
- ② retire, secede, withdraw (fr office, public position, business, occupation or active duty) (syn αποσύρομαι, παραιτούμαι):
- ~ από την πολιτική |
- θα αποχωρήσω από τη διεύθυνση της εταιρίας |
- αποφάσισα να δώσω την παραίτησή μου από τη θέση μου, δηλαδή να κάμω αίτηση προς το υπουργείο ότι ~ (Palam) |
- ως δημόσιος υπάλληλος μπορεί να υποβάλει παραίτηση και να αποχωρήσει, εάν το θελήσει (Papanoutsos) |
- η συνηθισμένη πολεμική, που προκαλούν ο χαρακτήρας και οι ιδέες του Bούλγαρη, τον αναγκάζει ν' αποχωρήσει (Dimaras)
[fr kath ← K (also pap), AG αποχωρώ]
- ① go away, leave, depart, withdraw, retire (syn φεύγω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχωρών, -ούσα, -ούν [apoxorόn] (L)
- ① going away, leaving, departing (syn απερχόμενος, ant ερχόμενος):
- οι αποχωρούντες υπουργοί
- ② substantiv. m οι αποχωρούντες those departing:
- οι αποχωρούντες από την κυβέρνηση |
- να χρησιμοποιείται η πείρα των αποχωρούντων σαν συμβουλευτική γνώμη (Louros) |
- αν υστερεί σήμερα στους αποχωρούντες η τεχνική γνώση στην έκταση, που την διαθέτουν οι σημερινοί νέοι, υπάρχει όμως η πείρα (id.)
[prp of αποχωρώ]
- ① going away, leaving, departing (syn απερχόμενος, ant ερχόμενος):