Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχωρισμός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχωρισμός ο [apoxorizmós] Ο17 : I.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποχωρίζω, το ξεχώρισμα. II. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποχωρίζομαι, απομάκρυνση, χωρισμός από κπ. ή από κτ. με το(ν) οποίο έχω συναισθηματικό σύνδεσμο: Ο ~ του από την οικογένειά του, όταν έφυγε στο εξωτερικό, ήταν πολύ δύσκολος. H ώρα του αποχωρισμού είναι σκληρή. Tα φιλιά / τα δάκρυα του αποχωρισμού.

[μσν. αποχωρισμός < αποχωρισ- (αποχωρίζω) -μός]

[Λεξικό Κριαρά]
αποχωρισμός ο· ’ποχωρισμός.
  • Xωρισμός (προσώπων):
    • πολλά του εφάνη βαρετόν ο αποχωρισμός τους (Xρον. Mορ. H 5714).

[<αόρ. του αποχωρίζω + κατάλ. μός. H λ. το 12. αι. (LBG), σε Γλωσσάρ. (DGE) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχωρισμός [apoxorizmós] ο,
  • ① separation, parting, farewell, good-bye (syn χωρισμός):
    • ζωντανός ~ |
    • ο ~ ετοιμάζει πόνους στους συζύγους |
    • δεν υποφέρω τον αποχωρισμό σου |
    • λυπόνταν όλοι κι αυτός περισσότερο, χωριζόνταν με δάκρυα, ένας συγκινητικός ~ (Xenop) |
    • του εξήγησε κατόπι πως ήταν το φιλί του αποχωρισμού (Chourmouziadis) |
    • τη μελαγχολία του αποχωρισμού τη σκέπαζαν οι φωνές και τα γέλια των παιδιών (Louros) |
    • κοπάδι τα δελφίνια ακολουθήσανε το τρεχαντήρι, φωνάζοντας για .. το σκληρό αποχωρισμό του σπλάχνου από τη μάνα του (Bastias) |
    • folks. και τώρα πώς τονέ βαστώ τον αποχωρισμό σου; (Passow) |
    • κλαίει και το σπιτάκι σου τον αποχωρισμό σου |
    • poem δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού (Seferis)
  • ② detachment, isolation, separation (syn απομόνωση 1):
    • ο ~ του πνευματικού ανθρώπου από όλα τα άλλα γύρω του (Theodorakop) |
    • πόσοι μπορούν να επιχειρήσουν αυτόν το γόνιμο αποχωρισμό; .. ν' απομονώσουν την ύπαρξή τους και συνάμα να μη την αποσυνδέσουν από την πραγματικότητα; (Panagiotop) |
    • το αποκορύφωμα, στο οποίο φτάνει μια θρησκευτική συνείδηση, προϋποθέτει βέβαια αφύπνιση, αποχωρισμό από τα γύρω, αυτοσυγκέντρωση (Tatakis)

[fr postmed ← MG αποχωρισμός, der of αποχωρίζω w. suff -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες