Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχωρητήριο το [apoxoritírio] Ο40 : ιδιαίτερος χώρος κατάλληλα εξοπλισμένος για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών (αφόδευση και ούρηση) των ανθρώπων· τουαλέτα, καμπινές: Δημόσια αποχωρητήρια. Tα παλιά σπίτια είχαν το ~ στην αυλή.
[λόγ. αποχωρη- (αποχωρώ) -τήριον, κατά τα ελνστ. ἀποχώρησις (στη σημ.: `αποχωρητήριο΄, αρχ. σημ.: `περιττώματα΄) ή μτφρδ. ιταλ. ritirata]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχωρητήριο [apoxoritírio] το, (L)
- ① lavatory, toilet, water-closet (syn απόπατος, μέρος, καμπινές):
- ~ (του στρατοπέδου) latrine (syn L αφοδευτήριο) |
- ~πλοίου head |
- ~για το κοινό (public) comfort station, public washroom |
- η λέξη χρεία, ελληνική και σύντομη και ευφημιστική, πρέπει ν' αντικαταστήσει τον 'απόπατο' και το '~' (Saratsis)
- ② fig foulmouthed person, lewd person (syn βρωμόγλωσσα, ο αισχρολόγος)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποχωρητήριον]
- ① lavatory, toilet, water-closet (syn απόπατος, μέρος, καμπινές):