Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχωμάτωση [apoxomátosi] η, (L)
- clearing away of earth, earth removal (ant επιχωμάτωση L):
- από τις κτιριακές εργασίες .. σημαντικότερες στάθηκαν οι τεράστιες αποχωματώσεις, ώστε να δημιουργηθούν χώροι για αποθήκες (Karouzou)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποχωμάτωσις]
- clearing away of earth, earth removal (ant επιχωμάτωση L):