Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρωματικός, -ή, -ό [apoxromatikós]
- ① free fr chromatic and spherical aberration, apochromatic
- ② fig lacking definite ideological beliefs:
- τα ιδεολογικά ρεύματα δεν είναι δικά μας, τ' αποχρωματικά ούτε (Terzakis)
[fr kath αποχρωματικός, cpd w. χρωματικός]