Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχρωματίζω [apoxromatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αφαιρώ ή αλλοιώνω το χρώμα· ξεβάφω. 2. (μτφ.) αποχαρακτηρίζω κπ.
[λόγ. απο- χρωματίζω μτφρδ. γαλλ. décolorer (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρωματίζω1 [apoxromatízo] ipf αποχρωμάτιζα, aor αποχρωμάτισα (subj αποχρωματίσω, imper αποχρωματίστε), pf & plupf έχω-είχα αποχρωματίσει, mediop αποχρωματίζομαι, ipf αποχρωματιζόμουν, aor αποχρωματίστηκα (& αποχρωματίσθηκα, subj αποχρωματιστώ & αποχρωματισθώ), pf &
- ① fade, dull, discolor, decolor, decolorize (syn ξεβάφω, ξεθωριάζω, ant χρωματίζω):
- ο ήλιος αποχρωματίζει το ύφασμα |
- ωρισμένες χημικές ουσίες αποχρωματίζουν το γυαλί |
- αποχρωματίστε το χνούδι πάνω απ' τα χείλη |
- οι αναπνοές των χιλίων περίπου ημερήσιων επισκεπτών της σπηλιάς αποχρωμάτισαν σε πολλά σημεία τις παραστάσεις της
- ⓐ fig dull, remove emotional intensity, bleach, dim, discolor (ant χρωματίζω):
- η πρόοδος της τεχνικής αποχρωματίζει το παρελθόν του ανθρώπου και τον αποκόβει από την παράδοση (Theodorakop) |
- στο ανεξοικείωτο μάτι του περαστικού χτυπάνε πράγματα, ιδιομορφίες, που η μακριά μαζί τους συναναστροφή τα έχει αποχρωματίσει για τον ντόπιο (Terzakis) |
- άλλοι άνθρωποι έχουν την άγονη ιδιότητα να αποχρωματίζουν τα πάντα γύρω τους (Karantonis) |
- τα αεροδρόμια απλοποιούν, αποχρωματίζουντη σκέψη μας και τα συναισθήματά μας .. με την κοσμοπολιτική τους απροσωπία (id.)
- ⓑ deprive of individual characteristics, make indistinct:
- η ανθρώπινη νόηση είναι σαν ένας ψεύτικος καθρέφτης που, διαστρέφει και αποχρωματίζει τη φύση των πραγμάτων, αναμιγνύοντας μ' αυτήν τη δική του φύση (Kanellop) |
- ένας ποιητής στους στίχους του μέσα κατάφερε να σου αναστορήσει λούλουδα και χιόνια, κάψα και δροσιά .. κι όλα μαζί να σου τ' αποχρωματίσει με τρόπο, που τ' αντίθετα να σμίγουν και να μη βλέπεις παρά ένα χρώμα μονάχο (Psichari) |
- η διδακτική πράξη έχεια αποχρωματίσει και εξομοιώσει τις έννοιες |
- ζήτημα και πρόβλημα (Papanoutsos)
- ② mediop αποχρωματίζομαι lose one's color, become faded, discolored or decolored:
- σχεδιάζουνται τα μέρη που έχουν αποχρωματιστεί ακριβώς απάνω σε ό,τι μένει από τ' αρχικά περιγράμματα (Kazantz) |
- όπου την άγγιζα .. το δέρμα της εκοκκίνιζε, το κρέας της εκεί ελουλούδιζε καταπόρφυρο· και ύστερα αποχρωματίζονταν αμέσως (Kanellis) |
- ένα πράγμα πρέπει ν' αποκλειστεί |
- ότι οι γαλανομάτες και ξανθοί είχαν την αρχική τους καταγωγή στην Kρήτη .. είναι δύσκολο να παραδεχτεί κανείς ότι οι μεσογειακοί λαοί αποχρωματίσθηκαν στη Mεσόγειο (Poulianos)
- ⓒ fig lose one's emotional intensity, become dull (ant χρωματίζομαι):
- ασύλληπτο για τους νέους η συνέχιση της διαιρέσεως των εκκλησιών .. οι διαφορές ολονέν αποχρωματίζονται (Palaiologos) |
- ποίηση δεν γίνεται .. με στίχους έτοιμους που περιφερόμενοι από στόμα σε στόμα αποχρωματίζονταικαι χάνουν τον παλμό και τη λάμψη που είχαν άλλοτε μέσα σ' ένα προσωπικό έργο (Papanoutsos) |
- οι απηχητικές εκφράσεις έχουν συνήθως ταχύτατη διάδοση, αλλά αποχρωματίζονται και αποβάλλονται εύκολα από τη χρήση (Stathis) |
- αποχρωματίζεται βαθμιαία η συνείδηση του "Pωμαίου" και αρχίζει να διαμορφώνεται στη θέση της η συνείδηση του "Έλληνος" (Vacalop)
- ③ wipe out a bad impression about o.s.:
- είναι περιττό να αναζητήσω τώρα επιχειρήματα για να αποχρωματισθώ (Dimaras)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποχρωματίζω]
- ① fade, dull, discolor, decolor, decolorize (syn ξεβάφω, ξεθωριάζω, ant χρωματίζω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρωματίζω2 [apoxromatízo] aor αποχρωμάτισα
- finish painting:
- αποχρωμάτισες τα παράθυρα; |
- δεν αποχρωμάτισες το σπίτι ακόμα;
[der of απο- and χρωματίζω]
- finish painting: