Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχριστιανισμός [apoxristjanizmós] ο,
- the process of dechristianizing, dechristianization (ant εκχριστιανισμός):
- στον αποχριστιανισμό της Eυρώπης, συνέβαλαν η Aναγέννηση, η Mεταρρύθμιση και η Γαλλική Eπανάσταση (Panagiotop)
[der of αποχριστιανίζω 'I dechristianize' w. suff -μός]
- the process of dechristianizing, dechristianization (ant εκχριστιανισμός):