Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχετευτικός -ή -ό [apoxeteftikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος, που χρησιμεύει για αποχέτευση: Aποχετευτικό σύστημα. Tο αποχετευτικό δίκτυο αποτελείται από αποχετευτικούς αγωγούς και σωλήνες και είναι υπόγειο. Εκτέλεση αποχετευτικών έργων.
[λόγ. αποχευτεύ(ω) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχετευτικός, -ή, -ό [apoçeteftikós] (L)
- ① pertaining or related to sewerage or drainage:
- αποχετευτική εγκατάσταση |
- αποχετευτικό δίκτυο sewerage |
- αποχετευτικό πρόβλημα, σύστημα, χαντάκι |
- αποχετευτικά έργα |
- ~ αγωγός (or σωλήνας) drainpipe |
- έργο αποχετευτικής υποδομής |
- αποχετευτικό υλικό αλόγιστα ρίχνεται στη θάλασσα |
- η υπερύψωση της λεωφόρου απαιτείται για αποχετευτικούς σκοπούς |
- η νοτία πλευρά της αυλής, κατά μήκος της οποίας υπήρχε ~ οχετός, κατέρρευσε (Mylonas) |
- οι βενετσιάνοι είχαν κατασκευάσει ολόκληρο δίκτυο αποχετευτικών τάφρων (Varelas)
- ② anat etc pertaining to (bodily) discharge or excretion, excretory (syn εκκριτικός):
- τα άλατα που βρίσκονται στον ιδρώτα είναι πολύ λιγότερα από όσα φεύγουν μέσο άλλων δρόμων αποχετευτικών, που έχει το κορμί μας (Saratsis, adapted)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποχετευτός, der of *αποχετευτός (: αποχετεύω)]
- ① pertaining or related to sewerage or drainage: