Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχαύνωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχαύνωση η [apoxávnosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποχαυνώνω, η κατάσταση πλήρους αδράνειας και νωθρότητας: Tα πολλά ηρεμιστικά τού προκάλεσαν σωματική και πνευματική ~. || αποβλάκωση: H πολύωρη παρακολούθηση της τηλεόρασης οδηγεί τα παιδιά στην ~.

[λόγ. αποχαυνω- (δες αποχαυνώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχαύνωση [apoxávnosi] η, (L)
  • torpor, languor, debility, lethargy (syn αποκάρωμα, απονάρκωση, χαύνωση):
    • ηθική ~ |
    • έπεσε σε ~ |
    • ο ήλιος προκαλεί ~ |
    • δείχνει η στάση μας πόσο προχωρημένη είναι η ~ της παρακμής (Christidis AK) |
    • είχε στην ακινησία του κάτι από την ~ του κατάδικου (Terzakis) |
    • τ' όνομα του Z. φάνηκε να τους ξυπνάει από την αποχαύνωσή τους (Tsitseli)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποχαύνωσις, der of PatrG αποχαυνώ (-ούμαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες