Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχαυνωτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχαυνωτικός -ή -ό [apoxavnotikós] Ε1 : που προκαλεί αποχαύνωση: H ζέστη ήταν αποχαυνωτική. Aυτά τα προγράμματα στην τηλεόραση είναι αποχαυνωτικά, αποβλακωτικά. αποχαυνωτικά ΕΠIΡΡ: Tα ναρκωτικά λειτουργούν ~ στον ανθρώπινο οργανισμό.

[λόγ. αποχαυνω- (δες αποχαυνώνω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχαυνωτικός, -ή, -ό [apoxavnotikós] (L)
  • causing torpor or lethargy, torpifying, debilitating (syn χαυνωτικός, near-syn αποκαρωτικός, αποναρκωτικός 2):
    • η αποχαυνωτική απασχόληση του νοικοκυριού |
    • οι γλυσίνες σκορπάν ευωδιά αποχαυνωτική (Karagatsis) |
    • ζούσε μέσα σε φόβο αποχαυνωτικό (id.) |
    • με το μονότροπο βάδισμα του ζώου, το αποχαυνωτικό, μια μελαγχολία βάραινε την καρδιά του (Petsalis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποχαυνωτικός, der of *αποχαυνωτικός; cf K (Plut.) χαυνωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες