Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχαλίνωση η [apoxalínosi] Ο33 : η συμπεριφορά και η κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που έχει αποχαλινωθεί· εκτραχηλισμός: H ανοχή και η αδιαφορία των μεγαλυτέρων οδήγησε τους νέους σε πλήρη ~. Παρατηρείται μια ηθική ~ της κοινωνίας, που οδηγεί στον ξεπεσμό.
[λόγ. αποχαλινω- (δες αποχαλινώνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχαλίνωση [apoxalínosi] η, (L)
- lack of restraint, unruliness, wildness (syn ξεχαλίνωμα):
- ασυλλόγιστη, ηθική, ομαδική ~ |
- ~ γλώσσας, ενστίκτων, παθών |
- ~μιας απάνθρωπης τεχνικής |
- κατηγορεί την κυβέρνηση ως υπεύθυνη για την ~ της αριστερής αναρχίας |
- το κύριο χαρακτηριστικό του ρομαντισμού είναι ~ της φαντασίας και απόλυτη υπεροχή απέναντι του λογικού (Melas) |
- η αποδέσμευση από τα όρια των μορφών γίνεται ~ (Argyriou)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποχαλίνωσις, der of αποχαλινώ]
- lack of restraint, unruliness, wildness (syn ξεχαλίνωμα):