Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχαιρετισμός ο [apoxeretizmós] Ο17 : η ενέργεια του αποχαιρετώ, χαιρετισμός που απευθύνεται σε κπ. όταν τον αποχωριζόμαστε: Ο ~ / οι σκηνές του αποχαιρετισμού ήταν πολύ συγκινητικές. Έφτασε η δύσκολη ώρα του αποχαιρετισμού. || συναισθηματικά φορτισμένες εκδηλώσεις ανθρώπου που εγκαταλείπει κάποιο οικείο και αγαπημένο χώρο: Πέρασα από το σχολείο μου για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό. (έκφρ.) ~ στα όπλα, για κπ. που αποσύρεται οριστικά από τη δράση, που γίνεται απόμαχος.
[λόγ. < μσν. αποχαιρετισμός < αποχαιρετισ- (αποχαιρετίζω) -μός]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποχαιρετισμός ο.
-
- Xαιρετισμός κατά την αναχώρηση:
- αποχαιρετισμόν ο αμιράς τως δίνει (Διγ. O 957).
[<αόρ. του αποχαιρετίζω + κατάλ. ‑μός. H λ. το 12. αι. (LBG), σε σχόλ. και σήμ.]
- Xαιρετισμός κατά την αναχώρηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχαιρετισμός [apoçeretizmós] ο, (L) = αποχαιρέτισμα
- :
- νεκρώσιμος, τελευταίος, τραγικός ~ |
- επίσκεψη, ώρα αποχαιρετισμού |
- εσείς τον εμπνεύσατε [τον Όμηρο], όταν περιγράφει τον αποχαιρετισμό του Έκτορος εις την Aνδρομάχη (Solom) |
- τη στιγμή του αποχαιρετισμού τα όργανα χτυπούσαν τον εθνικό μας ύμνο (Athanasiadis-N) το ταξίδι εκείνο είχε χαρακτήρα ενός αποχαιρετισμού (Theodorakop) |
- poem παντού σαλεύουν | αποχαιρετισμών μαντήλια (Ritsos)
[fr postmed, MG αποχαιρετισμός, der of αποχαιρετίζω]