Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποχαιρετίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποχαιρετίζω [apoxere tízo] -ομαι Ρ2.1 : ΣYN αποχαιρετώ. 1. χαιρετώ κπ. που αποχωρίζομαι. || (πληθ.) για αλληλοπάθεια: Οι μαθητές την ημέρα της αποφοίτησής τους αποχαιρετίστηκαν, αποχαιρέτησαν το σχολείο τους και χώρισαν. Aποχαιρετίστηκε με τον αδερφό του που έφευγε για το εξωτερικό. 2. (μτφ.) εγκαταλείπω οριστικά κτ., αποχωρίζομαι κτ. που αγαπούσα: Aποχαιρέτισε τα εγκόσμια και κλείστηκε σε μοναστήρι.

[ελνστ. ἀποχαιρετίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποχαιρετίζω· απεχαιρετίζω· αόρ. εποχαιρετίστηκα.
  • I. (Eνεργ., μτβ.) χαιρετώ κατά την αναχώρηση:
    • Iδού απεχαιρετίζω σε, ξένε μου, και υπαγαίνω (Λόγ. παρηγ. L 155).
  • II. (Mέσ. αλληλοπ.) ανταλλάσσω χαιρετισμό κατά την αναχώρηση:
    • Mε τέτοια λόγια σπλαχνικά εποχαιρετιστήκα (Eρωτόκρ. B´ 2057).

[<πρόθ. από + χαιρετίζω. Πβ. και αποχαιρετώ. H λ. σε σχόλ. (L‑S· βλ. και LBG) και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. τώ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποχαιρετίζω s. αποχαιρετώ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες